- (η)μερεύω
- (η)μερεύω(η)μέρεψα, (η)μερεύτηκα1. μτβ., κάνω κάποιον ήμερο, δαμάζω: Δεν μπορώ να μερέψω αυτό το άλογο.2. γαληνεύω, καθησυχάζω: Είδαν κι έπαθαν να τον μερέψουν.3. αμτβ., γίνομαι ήρεμος, καλμάρω: Μερικά ζώα δε μερεύουν με κανέναν τρόπο. – Μέρεψε κάπως ο πόνος σήμερα.μερεύωμέρεψα1. μτβ., δαμάζω, τιθασεύω, ημερεύω: Μερεύει τα άγρια ζώα.2. μτφ., καθησυχάζω, ηρεμώ κάποιον: Μέρεψε το μωρό που γκρίνιαζε διαβάζοντάς του ένα παραμύθι.3. αμτβ., δαμάζομαι, τιθασεύομαι, ηρεμώ: Τα θηρία μέρεψαν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.